μπουγαδιάζω

μπουγαδιάζω
1. μετ. стирать со щёлоком;
2. αμετ. стираться со щёлоком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπουγαδιάζω" в других словарях:

  • μπουγαδιάζω — [μπουγάδα] πλένω ρούχα, κάνω μπουγάδα …   Dictionary of Greek

  • μπουγαδιάζω — κάνω μπουγάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] …   Dictionary of Greek

  • αμπουγάδιαστος — –η, ο (για ρούχα) [μπουγαδιάζω] 1. αυτός που δεν μπουγαδιάστηκε, δεν περιχύθηκε με αλισίβα 2. άπλυτος …   Dictionary of Greek

  • μπουγάδιασμα — το [μπουγαδιάζω] το πλύσιμο ρούχων, η μπουγάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»